ἱεροδόκος

ἱεροδόκος
ἱερο-δόκος, ον,
A receiving sacrifices, or [full] ἱερόδοκος, received in temples, A.Supp.363 (lyr., dub. l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιεροδόκος — ἱεροδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος, σμηνο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • ἱεροδόκα — ἱεροδόκος receiving sacrifices neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”